- υψίθερμος
- -η, -ο, Ν1. γεωλ. αυτός που παρουσίασε ή παρουσιάζει υψηλές, σχετικά, θερμοκρασίες2. φρ. «υψίθερμη κλιματική περίοδος» ή, απλώς, «το υψίθερμο»γεωλ. τμήμα τού ολοκαίνου, που χρονολογήθηκε με βάση τη μελέτη τών γυρεοκόκκων, άρχισε πριν από 9.000 περίπου έτη, έληξε πριν από 2.500 περίπου έτη και χαρακτηριζόταν από σχετικά θερμές κλιματικές συνθήκες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypsithermal].
Dictionary of Greek. 2013.